- προσκήπτω
- προ-σκήπτω, vorschützen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προσκήπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) προσημαίνω, προλέγω, προμηνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκήπτω «υπερασπίζομαι, λέω κάτι για δικαιολόγηση, συνηγορώ»] … Dictionary of Greek